ἄλογος

ἄλογος
ἄλογος, ον (Pre-Socr.+; pap, LXX; PsSol 16:10; TestSol 10:8 C; TestZeb 5:1; ApcEsdr 1:22 p. 25, 17 Tdf.; ApcSed 7:9; Philo, Joseph.)
pert. to lack of reasoning capacity, without reason of animals (Crates 11 p. 62, 16 Malherbe) ὡς ἄ. ζῷα like unreasoning animals 2 Pt 2:12; Jd 10; GJs 3:2 (so Democr. Fgm. A 116; B 164; X., Hiero 7, 3 et al.; Herm. Wr. 1, 11; 10, 19; 22 al.; Wsd 11:15; 4 Macc 14:14, 18; Philo, Leg. All. 3, 30 al.; Jos., C. Ap. 2, 213, Ant. 10, 262; Plut., Mor. 493d; Ar. 12:1; Mel., P. 26, 188).
pert. to lack of a basis or cause, contrary to reason (Thu.+; PsSol 16:10 ὀργὴν καὶ θυμὸν ἄλογον; Jos., Ant. 1, 24 al.) ἄλογόν μοι δοκεῖ it seems absurd to me Ac 25:27 (cp. BGU 74, 8; OGI 519, 15).—M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἄλογος — without masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλογος — η, ο (Α ἄλογος, ον) 1. αυτός που στερείται λόγου, άφωνος, άλαλος, βουβός 2. αυτός που στερείται λογικής 3. ο αντίθετος ή ο μη σύμφωνος με τη λογική, παράλογος 4. το ουδ. ως ουσ. το άλογο(ν) αρχ. 1. ο αδύναμος, ο αδέξιος στην έκφραση 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • άλογος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει λόγο (φωνή), άλαλος, άφωνος: Ήταν ένας θρήνος άλογος, ο θρήνος αυτός. 2. αυτός που δεν έχει λογικό: Τα ζώα λέγονται άλογα, γιατί δεν έχουν λογικό. 3. παράλογος, ασυνάρτητος: Οι ενέργειές του αυτές είναι άλογες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλογώτερον — ἄλογος without masc acc comp sg ἄλογος without neut nom/voc/acc comp sg ἄλογος without adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλογωτάτων — ἄλογος without fem gen superl pl ἄλογος without masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλογωτέραις — ἄλογος without fem dat comp pl ἀλογωτέρᾱͅς , ἄλογος without fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλογωτέρων — ἄλογος without fem gen comp pl ἄλογος without masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλογώτατα — ἄλογος without adverbial superl ἄλογος without neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλογώτατον — ἄλογος without masc acc superl sg ἄλογος without neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλόγω — ἄλογος without masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄλογος without masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλόγως — ἄλογος without adverbial ἄλογος without masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”